ἐπιβάτην

ἐπιβάτην
ἐπιβάτης
one who mounts
masc acc sg (attic epic ionic)
ἐπιβαίνω
go upon
aor ind act 3rd dual (epic)
ἐπιβαίνω
go upon
aor ind act 3rd dual (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβατήν — ἐπιβατός that can be climbed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβατός — ἐπιβατός, ή, όν και ός, όν (Α) [επιβαίνω] 1. προσιτός («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι») 2. λείος, ομαλός 3. αυτός που πείθεται με δώρα 4. φρ. «παίων ἐπιβατός» μετρικός πους που αποτελούνταν από πέντε μακρόχρονες συλλαβές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”